Δημοσιεύθηκε στην Co-Stories

Το Kορίτσι

Πω, πωωωωωωωωωωωωω τι σας έχω; Λοιπόν, λοιπόν… Είμαι πολύ ενθουσιασμένη γι’ αυτή την ιστορία γιατί είναι σε συνεργασία με τον Χρήστο από τους Γλαρόλυκους και ξεκίνησε ως παιχνίδι το οποίο έχει ως εξής:

Γράφει μία παράγραφο ο ένας κι αφήνει τον άλλον να γράψει την επόμενη δημιουργώντας μια ιστορία που κανείς μας δεν ξέρει πού θα καταλήξει παρά μόνο όταν φτάσει στο τέλος της.

Αυτή είναι η πρώτη μας «κοινή» ιστορία λοιπόν (κι ελπίζω όχι η τελευταία). Enjoy!

 

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι. Το όνομά της δεν έχει σημασία. Το χρώμα των μαλλιών της δεν έχει σημασία. Το σχήμα των ματιών της δεν έχει σημασία. Σίγουρα είχε ένα τεράστιο χαμόγελο και μια πραγματικά μεγάλη καρδιά – αλλά πιθανότατα ούτε αυτά έχουν σημασία. Ήταν απλά ένα κορίτσι.

Κι έτσι ζούσε την ζωή της. Ως ένα απλό κορίτσι. Σπούδασε, πήρε πτυχίο, έκανε παρέες, έπιασε δουλειά και η καθημερινότητά της απέκτησε μια ρουτίνα την οποία είχε αποδεχθεί. Δεν ήταν απαισιόδοξη ή αισιόδοξη. Δεν ήταν άνθρωπος χωρίς ουσία, απλά η ζωή της ήταν ουδέτερη, γκρίζα.

Οι γονείς της ήταν, θα έλεγε κανείς, εξίσου απλοί άνθρωποι. Ζούσαν μέρα τη μέρα προσπαθώντας να προσφέρουν στη μοναχοκόρη τους όσα περισσότερα μπορούσαν, μιας και στα μάτια τους δεν ήταν ποτέ “ένα απλό κορίτσι” – κι ας μην ήταν και τόσα πολλά αυτά που κατάφερναν τελικά. Εργάζονταν σκληρά, πλήρωναν τους φόρους τους, είχαν τα καβγαδάκια τους και η ζωή συνεχιζόταν με τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας μέσης οικογένειας: να δουν το παιδί τους ευτυχισμένο με όποιον τρόπο εκείνη θέλει – ευχόμενοι βέβαια πάντα κρυφά η ευτυχία της να σημαίνει γάμο και παιδιά.

Κι εκείνη όντως μια παρόμοια ζωή ονειρευόταν για τον εαυτό της. Μα τα όνειρα άρχισαν ν’ αλλάζουν σιγά-σιγά για όλους. Ξεκινώντας από εκείνη την μέρα που άκουσαν το έκτακτο δελτίο στις ειδήσεις…

“Έκτακτο δελτίο! Σοκαριστικές εικόνες από το κέντρο της Αθήνας. Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχουν θύματα. Η αστυνομία κάνει λόγο για τη σύλληψη ενός νεαρού κοριτσιού.”

Το αίμα πάγωσε στις φλέβες τους. Τα μάτια τους ορθάνοιχτα παρακολουθούσαν τις εικόνες να εναλλάσσονται. Οι λέξεις του δημοσιογράφου αντηχούσαν στο κεφάλι τους βαριές, διάσπαρτες και μπερδεμένες με την ενοχλητική φλυαρία περιπολικών κι ασθενοφόρων. Πέρασαν σχεδόν 5 λεπτά μέχρι να καταφέρουν να στρέψουν το κεφάλι και να κοιταχτούν σαστισμένοι μεταξύ τους. «Δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια…» – ψέλλισε η μητέρα της.

Μήπως δεν ήταν τόσο σοβαρό; Μα ήταν! Ήταν τόσο σοβαρό και καμία εκλογίκευση δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρό. Καμία ελπίδα δεν άλλαζε το γεγονός. Η είδηση που άκουσαν ήταν εκείνη όπου θ’ άλλαζε βήμα-βήμα τη ζωή της οικογένειας και κυρίως τη ζωή εκείνου του κοριτσιού.

Του κοριτσιού που αναγνώρισαν απ’ τα μάτια πίσω απ’ την μπαλακλάβα. Του κοριτσιού που έβγαλε το πολύχρωμο φουστάνι και μαυροφορέθηκε με τζιν, φούτερ και άρβυλα. Του κοριτσιού που ήταν η κόρη τους, μα και μια ξένη συνάμα. Στεκόταν περήφανη μπροστά απ’ το φλεγόμενο κτήριο και μπορούσαν να διακρίνουν σχεδόν ξεκάθαρα ένα σαρδόνιο γέλιο πίσω απ’ το μάλλινο ύφασμα που έκρυβε το πρόσωπο της. “Κάνουμε λάθος, δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να είναι αυτή!! Τι συμβαίνει…;”

– Γαμώτο! Νόμιζα πως είχα καλυφθεί καλά! Νόμιζα πως είχα χρόνο να σας εξηγήσω, είπε σιγανά η κόρη.

-Τι να μας εξηγήσεις παιδί μου; Τι είναι αυτά που λες; Τι έκανες εσύ εκεί; Γιατί;, ρώτησε ο πατέρας με απογοήτευση και θυμό ταυτόχρονα.

-Γιατί; Ρωτάς “γιατί” στις μέρες μας; Στον κόσμο που ζούμε; Αλήθεια; Το πώς “έμπλεξα” με αυτούς τους ανθρώπους, να το καταλάβω. Το πώς βρήκα εγώ την δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο, το δέχομαι. Τ’ ότι δεν με είχατε ικανή για τέτοιες πράξεις, το θεωρώ λογικό. Αλλά “γιατί”; Αλήθεια;

Τα λόγια της εκτοξεύονταν ανάμεικτα με οργή και δάκρυα πίσω απ’ τα κάγκελα του κρατητηρίου και χτυπούσαν σαν πέτρες τους γονείς της. Όλα όσα ήξεραν, όλα όσα νόμιζαν, ήταν ένα ψέμα. Τίποτα δεν ήταν “απλό και γκρίζο” πια. Ο κόσμος τους είχε πάρει φωτιά και έκαιγε εντονότερα απ’ τη φωτιά που μόλις είχε κατασταλεί στο κτήριο της βουλής. Πόσοι άνθρωποι να έχασαν τη ζωή τους άραγε; Πόση ιστορία να έλιωσε στις φλόγες; Και η μοναχοκόρη τους – το μοναδικό άτομο που συνελήφθη – να συνευθύνεται γι’ αυτό; Πώς θα το αντέξουν…;

Ο πατέρας ένιωσε την καρδιά του να σπάει, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Τα πάντα σκοτείνιασαν και σωριάστηκε καταγής. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν πλέον στο σαλόνι του σπιτιού τους… μα πώς;; Πότε επέστρεψε; Ποιος τον έφερε; Πού ήταν η σύζυγός του; Μέσα σε απόλυτη σύγχυση, άκουσε το κουδούνι της πόρτας να χτυπάει.

Καθώς πήγαινε προς την πόρτα το μυαλό του άρχιζε να καθαρίζει και μαζί με αυτό και οι υπόλοιπες αισθήσεις. Άρχισε να συνειδητοποιεί πως στο βάθος ούρλιαζαν σειρήνες, ακούγονταν εκκωφαντικοί κρότοι, κλάματα, συνθήματα και κραυγές. Πολλές κραυγές… Άνοιξε την πόρτα και κόντεψε να μην αναγνωρίσει την γυναίκα του, ήταν βρώμικη, η έκφρασή της ήταν σκληρή, τα ρούχα της ήταν κουρέλια και πάνω της ακουμπούσε τραυματισμένη μια γυναίκα… η κόρη του!

Μα τι συνέβη; Πού πήγε όλος αυτός ο χαμένος χρόνος; Και πόσος είναι ο χρόνος που πέρασε; Πολλά αναπάντητα ερωτήματα αλλά αυτό που πραγματικά είχε σημασία εκείνη τη στιγμή, ήταν να φροντίσει την οικογένεια του. Τις κάθισε στον καναπέ και έτρεξε στο μπάνιο να φέρει βρεγμένες πετσέτες. Κοντοστάθηκε στον καθρέφτη, κοίταξε το πρόσωπο του. “Τι διάολο συμβαίνει;”, αναρωτήθηκε φωναχτά.

Αποφάσισε πως μπορούσε να περιποιηθεί τους ανθρώπους του και να ρωτήσει ταυτόχρονα. Δεν φαινόταν να υπάρχει χρόνος για χάσιμο άλλωστε.

– Γυναίκα τι συμβαίνει; Πώς βρέθηκα εδώ;

– “Αγάπη μου”, είπε η γυναίκα του με τόσο ήρεμη φωνή που του έκανε εντύπωση καθώς ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με όσα συνέβαιναν έξω, “το τελευταίο που θυμάσαι είναι όταν ήμασταν στο κρατητήριο, έτσι δεν είναι; Αφού έχασες τις αισθήσεις σου κάποιοι από τους συμμάχους της μικρής μπήκαν μέσα κι εναντιώθηκαν κατά των αστυνομικών για να την ελευθερώσουν! Ένας από αυτούς σ’ έφερε σπίτι για να μην τραυματιστείς κι εγώ έμεινα πίσω για το παιδί. Αυτό έγινε πριν 6 ώρες. Ήρθε ο γιατρός μας και σου έδωσε ένα ήπιο ηρεμιστικό για να συνέλθεις σιγά-σιγά από το σοκ”.

– Δεν το πιστεύω. Και το παιδί το άφησαν ελεύθερο;

– Όχι ακριβώς… Το ζήτημα πήρε μεγάλες εκτάσεις. Εμείς την ελευθερώσαμε! Η “τρομοκρατική” κίνηση, τώρα χαρακτηρίζεται ως “ηρωική”. Φάνηκε να είναι αυτό που χρειαζόταν ο λαός για να ξεσηκωθεί. Μια μεγάλη έκρηξη. Μια μεγάλη πράξη. Μια αλλαγή.

Η κόρη παίρνει βιαστικά τον λόγο διακόπτοντας τη μητέρα της.

– Το “μαγειρεύαμε” χρόνια μπαμπά. Αυτός ο κόσμος έπρεπε ν’ αλλάξει. Κι αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς την αρχή. Κάψαμε το σύμβολο της υποτιθέμενης δημοκρατίας τους. Προκαλέσαμε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που μας οδήγησαν σε αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Μας φοβούνται πια μπαμπά. Κερδίζουμε. Οι τύραννοί μας “έφυγαν νύχτα” για να μην τους πιάσουμε. Έχουν μείνει μόνο οι δυνάμεις καταστολής, αλλά τους υπερνικάμε, είμαστε πολλοί περισσότεροι, πολύ δυνατότεροι και πολύ πιο αποφασισμένοι.

– Και μετά;; Τι θα γίνει αγάπη μου μετά; Πώς θα ζήσουμε;

– Ελεύθεροι μπαμπά. Θα ζήσουμε ελεύθεροι. Έχουμε μια ευκαιρία να επιλέξουμε σωστά αυτή τη φορά. Να οικοδομήσουμε την Ουτοπία.

– Κι αν αποτύχουμε;

– Θα το πάμε απ’ την αρχή μπαμπά. Θα κάψουμε ξανά τα λάθη μας και θα το πάμε απ’ την αρχή. Το αύριο θα είναι φωτεινότερο, αλλά μόνο αν το επιλέξουμε. Είναι η σειρά μας να αποφασίσουμε για το μέλλον μας. Θα ευτυχίσουμε ή θα πεθάνουμε προσπαθώντας.

Σχολιάστε